- μπουμπουνίζω
- [бубунизо] р. греметь, грохотать,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μπουμπουνίζω — 1. (ως απρόσ.) μπουμπουνίζει βροντά, ακούγονται μπουμπουνητά 2. μτφ. αποτυχαίνω σε εξετάσεις, διαγωνισμό κ.λπ. 3. φρ. «τά μπουμπούνησα και έφυγα» τά παράτησα, εγκατέλειψα διαμιάς κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που ανάγεται σε ονοματοποιία] … Dictionary of Greek
άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… … Dictionary of Greek
μπουμπουνητό — το 1. βροντή 2. πολλές συνεχείς βροντές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουμπουνίζω, κατά τα ουσ. σε ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] … Dictionary of Greek
μπουμπούνας — ο χοντροκέφαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., πιθ. υποχωρ. σχηματισμένη από το ρ. μπουμπουνίζω. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το λατ. Bubona «θεά προστάτιδα τών βοδιών» (< λατ. bos, bovis) δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek
μπουμπούνισμα — το [μπουμπουνίζω] μπουμπουνητό … Dictionary of Greek
ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα … Dictionary of Greek
βροντοβολώ — ησα, μπουμπουνίζω, βροντώ: Τα κανόνια βροντοβολούσαν όλη την ημέρα της εθνικής γιορτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντώ — ησα και ηξα, βροντη(γ)μένος 1. μπουμπουνίζω: Βροντάει συνέχεια από το απόγευμα. 2. ηχώ δυνατά: Εχθές βροντούσαν οι καμπάνες όλη μέρα. 3. χτυπώ με θόρυβο: Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (παροιμ.). 4. ρίχνω κάποιον κάτω με πάταγο: Τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ονοματοποιία — η ο σχηματισμός ονομάτων, λέξεων με απομίμηση ήχων φυσικών πραγμάτων: Νιάου νιαουρίζω, μπου μπουμπουνίζω κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)